- οὐρητῆρας
- οὐρητήρAër.masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουρητήρας — ο (Α οὐρητήρ, ῆρος) στον πληθ. οι ουρητήρες δύο σωληνοειδείς πόροι που μεταφέρουν τα ούρα από τα νεφρά στην ουροδόχο κύστη αρχ. η ουρήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + επίθημα τήρ(ας) (πρβλ. αυλη τήρ)] … Dictionary of Greek
ουρητήρας — ο καθένας από τους δύο σωλήνες που ξεκινούν από τα νεφρά και καταλήγουν στην ουροδόχο κύστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Harnleiter — Der Harnleiter (lat. Ureter, von griech. Ουρητήρας) zählt zu den paarigen ableitenden Harnwegen und verbindet die Nieren mit der Harnblase. Er entsteht beim Fetus aus der Ureterknospe. Inhaltsverzeichnis 1 Verlauf 1.1 Ureterkreuzungen … Deutsch Wikipedia
νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… … Dictionary of Greek
ουράνη — οὐράνη, ἡ (Α) 1. ουροδοχείο 2. ουρητήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + επίθημα άνη (πρβλ. λεκ άνη, σκαπ άνη)] … Dictionary of Greek
ουρητηρικός — ή, ό [ουρητήρας] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρητήρα … Dictionary of Greek
πρόνεφρος — ο, Ν βιολ. ο πρωιμότερος από τους τρεις διαδοχικούς νεφρούς τών σπονδυλοζώων, από τον οποίο προκύπτουν ο αγωγός τού Βολφ ή πρωτογενής ουρητήρας και ο αγωγός τού Μύλερ ή ωαγωγός … Dictionary of Greek
σκαληνοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει σκαληνό σχήμα, λοξός, σκολιός («σκαληνοειδὴς ὀχετός» ο ουρητήρας, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαληνός + ειδής*] … Dictionary of Greek